χοιροτρόφος

χοιροτρόφος
ο , η свиновод; свинар|ь, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χοιροτρόφος" в других словарях:

  • χοιροτρόφος — ο, ΝΑ, και χοιροτρόφος, η, Ν άτομο που εκτρέφει χοίρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ἱππο τρόφος, μηλο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • χοιροτρόφος — ο αυτός που εκτρέφει χοίρους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι …   Dictionary of Greek

  • χοιροστάτης — ο, Ν άτομο που φροντίζει για τη συστηματική ανάπτυξη και διατροφή τών χοίρων, χοιροτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + στάτης (< ίστημι), πρβλ. επι στάτης, λυχνο στάτης] …   Dictionary of Greek

  • χοιροτροφία — η, Ν 1. η συστηματική εκτροφή χοίρων 2. κλάδος τής ζωοτεχνίας που έχει ως αντικείμενο την ανάπτυξη και τη διατροφή τών χοίρων 3. ο αντίστοιχος κλάδος τής αγροτικής οικονομίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοιροτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ.… …   Dictionary of Greek

  • χοιροτροφείο — το / χοιροτροφεῑον, ΝΑ [χοιροτρόφος] χώρος όπου εκτρέφονται χοίροι, χοιροοτάσιο αρχ. επίδεσμος για το γυναικείο αιδοίο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»